Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάπιομα τα καταπιόματα
      γενική του καταπιόματος των καταπιομάτων
    αιτιατική το κατάπιομα τα καταπιόματα
     κλητική κατάπιομα καταπιόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατάπιομα < καταπίνω, θέμα καταπιω- + -μα.[1] Μορφολογικά, κατά- + πιόμα (δείτε εκεί για τη γραφή με όμικρον).

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.pço.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐πιο‐μα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

κατάπιομα ουδέτερο

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καταπίνω, πιοτό και πίνω

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. κατάπιομα Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. καταπιο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
  3. καταπιω- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)