κατάκοιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάκοιτος < κατά- + κοίτη < αρχ. κεῖμαι
Επίθετο
επεξεργασίακατάκοιτος, -η, -ο
- καθηλωμένος στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα ή εφ' όρου ζωής λόγω ανίατης συνήθως αρρώστιας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατάκοιτος