καστελλιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καστελλιώτικος < Καστελλιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.steˈʎo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στελ‐λιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίακαστελλιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καστελλιώτικος
|