κασμίρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈzmi.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κασ‐μί‐ρι
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κασμίρι | τα | κασμίρια |
γενική | του | κασμιριού | των | κασμιριών |
αιτιατική | το | κασμίρι | τα | κασμίρια |
κλητική | κασμίρι | κασμίρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασμίρι ουδέτερο
- είδος λείου, ζεστού, γυαλιστερού και ακριβού υφάσματος
- ※ [...](ο πατέρας της, ο Πέτρος Σκιαδάς, είχε φημισμένο κατάστημα κασμιριών, κοντά στο δημοτικό θέατρο)[...]
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ [...](ο πατέρας της, ο Πέτρος Σκιαδάς, είχε φημισμένο κατάστημα κασμιριών, κοντά στο δημοτικό θέατρο)[...]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- κασμίρι < → δείτε τη λέξη Κασμίρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασμίρι άκλιτο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κασμίρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κασμίρι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)