κασμίρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κασμίρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cachemire (από την ομώνυμη περιοχή της Ασίας)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κασμίρ ουδέτερο άκλιτο και κασμίρι
- λεπτό μάλλινο ύφασμα πολύ καλής ποιότητας
- ρούχο από αυτό το ύφασμα