κασελάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κασελάκι | τα | κασελάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κασελάκι | τα | κασελάκια |
κλητική | κασελάκι | κασελάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κασελάκι < κασέλα + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική κασέλα < βενετική cassela[1] < υστερολατινική capsella[2] < λατινική capsa < capio
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασελάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κασέλα
- άλλες μορφές: κασελίτσα
- ειδικά κατασκευασμένο κιβώτιο για τα εργαλεία των λούστρων
- άλλες μορφές: κασέλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κασελάκι
|
- ↑ κασέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.