Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καροτσάδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καροτσάδ
α
οι
καροτσάδ
ες
γενική
της
καροτσάδ
ας
των
καροτσάδ
ων
αιτιατική
την
καροτσάδ
α
τις
καροτσάδ
ες
κλητική
καροτσάδ
α
καροτσάδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καροτσάδα
<
καρότσ(α)
+
-άδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καροτσάδα
θηλυκό
(
παρωχημένο
)
βόλτα
με
καρότσα
(
συνήθως
με τη
σημασία
ιππήλατη
άμαξα
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καροτσάδα