καρενάγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρενάγιο | τα | καρενάγια |
γενική | του | καρενάγιου | των | καρενάγιων |
αιτιατική | το | καρενάγιο | τα | καρενάγια |
κλητική | καρενάγιο | καρενάγια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρενάγιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική carenaggio και δείτε καρνάγιο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾeˈna.ʝo/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρε‐νά‐γιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρενάγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του καρνάγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρενάγιο
|