καραβιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραβιώτικος < Καραβιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐βιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίακαραβιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με όνομα Καραβάς ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καραβιώτικος
|