καουμπόης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καουμπόης < (άμεσο δάνειο) αγγλική cowboy + -ς < cow (αγελάδα) + boy. Συγκρίνετε με το άκλιτα καουμπόι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.uˈbo.is/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ου‐μπό‐ης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαουμπόης αρσενικό (θηλυκό καουμπόισσα)
- (επάγγελμα) αγελαδοτρόφος (στις ΗΠΑ)
- γενική ονομασία των ανθρώπων της Άγριας Δύσης
Άλλες μορφές
επεξεργασία- καουμπόι (άκλιτο)
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καουμπόης
Πηγές
επεξεργασία- καουμπόης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας