↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καουμπόης οι καουμπόηδες
      γενική του καουμπόη των καουμπόηδων
    αιτιατική τον καουμπόη τους καουμπόηδες
     κλητική καουμπόη καουμπόηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καουμπόης < (άμεσο δάνειο) αγγλική cowboy + < cow (αγελάδα) + boy. Συγκρίνετε με το άκλιτα καουμπόι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.uˈbo.is/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ου‐μπό‐ης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καουμπόης αρσενικό (θηλυκό καουμπόισσα)

  1. (επάγγελμα) αγελαδοτρόφος (στις ΗΠΑ)
  2. γενική ονομασία των ανθρώπων της Άγριας Δύσης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία