Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καουμπόι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καουμπόι
αρσενικό
άκλιτο
(
επάγγελμα
)
άκλιτη μορφή του
καουμπόης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καουμπόι
→
δείτε
τη λέξη
καουμπόης