Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καντονέζικα
      γενική των καντονέζικων
    αιτιατική τα καντονέζικα
     κλητική καντονέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καντονέζικα < Καντόνα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kan.doˈne.zi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ντο‐νέ‐ζι‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καντονέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία