• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κανονάρχος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανονάρχος οι κανονάρχοι
      γενική του κανονάρχου των κανονάρχων
    αιτιατική τον κανονάρχο τους κανονάρχους
     κλητική κανονάρχε κανονάρχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονάρχος < ελληνιστική κοινή κανονάρχης (πρωτοψάλτης) < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.noˈnaɾ.ços/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νο‐νάρ‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανονάρχος αρσενικό

  • (θρησκεία) άλλη μορφή του κανονάρχης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    κανονάρχος
  • → δείτε τη λέξη κανονάρχης

  Αναφορές επεξεργασία

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κανονάρχος&oldid=5294725"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 08:09

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 08:09.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας