Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανοκιάλι τα κανοκιάλια
      γενική του κανοκιαλιού των κανοκιαλιών
    αιτιατική το κανοκιάλι τα κανοκιάλια
     κλητική κανοκιάλι κανοκιάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανοκιάλι < ιταλική cannocchiale < cannone + occhiale

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανοκιάλι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία