καμπιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμπιώτικος < Καμπιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kamˈbʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
καμπιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμπιώτικος
|