καμινάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμινάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμινάρης < καμίνι < (ελληνιστική κοινή) καμίνιον < αρχαία ελληνική κάμινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.miˈna.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μι‐νά‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμινάρης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) εισπράκτορας φόρων καπνού, οινοπνευματωδών κ.α. στις παραδουνάβιες ηγεμονίες
- (επάγγελμα) καμινάς, καμινευτής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καμινάρης
|