καμηλίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καμηλίσιος | η | καμηλίσια | το | καμηλίσιο |
γενική | του | καμηλίσιου | της | καμηλίσιας | του | καμηλίσιου |
αιτιατική | τον | καμηλίσιο | την | καμηλίσια | το | καμηλίσιο |
κλητική | καμηλίσιε | καμηλίσια | καμηλίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καμηλίσιοι | οι | καμηλίσιες | τα | καμηλίσια |
γενική | των | καμηλίσιων | των | καμηλίσιων | των | καμηλίσιων |
αιτιατική | τους | καμηλίσιους | τις | καμηλίσιες | τα | καμηλίσια |
κλητική | καμηλίσιοι | καμηλίσιες | καμηλίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμηλίσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακαμηλίσιος
- που προέρχεται από καμήλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμηλίσιος
|