↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλυκόσχημος η καλυκόσχημη το καλυκόσχημο
      γενική του καλυκόσχημου της καλυκόσχημης του καλυκόσχημου
    αιτιατική τον καλυκόσχημο την καλυκόσχημη το καλυκόσχημο
     κλητική καλυκόσχημε καλυκόσχημη καλυκόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλυκόσχημοι οι καλυκόσχημες τα καλυκόσχημα
      γενική των καλυκόσχημων των καλυκόσχημων των καλυκόσχημων
    αιτιατική τους καλυκόσχημους τις καλυκόσχημες τα καλυκόσχημα
     κλητική καλυκόσχημοι καλυκόσχημες καλυκόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλυκόσχημος < κάλυκ(ας) + -ό- + -σχημος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.liˈko.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λυ‐κό‐σχη‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλυκόσχημος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία