καλλυντήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλυντήριος < αρχαία ελληνική καλλυντήριος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.linˈdi.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λυ‐ντή‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίακαλλυντήριος, -α, -ο
- αυτός που έχει τη δυνατότητα να ομορφύνει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλλυντήριος
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ καλλυντήριος | τὸ καλλυντήριον | οἱ, αἱ καλλυντήριοι | τὰ καλλυντήρια |
Γενική | τοῦ, τῆς καλλυντηρίου | τοῦ καλλυντηρίου | τῶν καλλυντηρίων | τῶν καλλυντηρίων |
Δοτική | τῷ, τῇ καλλυντηρίῳ | τῷ καλλυντηρίῳ | τοῖς, ταῖς καλλυντηρίοις | τοῖς καλλυντηρίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν καλλυντήριον | τὸ καλλυντήριον | τοὺς, τὰς καλλυντηρίους | τὰ καλλυντήρια |
Κλητική | καλλυντήριε | καλλυντήριον | καλλυντήριοι | καλλυντήρια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καλλυντηρίω | |||
Γενική-Δοτική | καλλυντηρίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαλλυντήριος, -ος, -ον
- αυτός που χρησιμοποιείται για να ομορφύνει κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καλλυντήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.