Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Καλλυντήρι
      γενική τῶν Καλλυντηρίων
      δοτική τοῖς Καλλυντηρίοις
    αιτιατική τὰ Καλλυντήρι
     κλητική ! Καλλυντήρι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλυντήρια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντήριος στον πληθυντικό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλυντήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Πηγές επεξεργασία