↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλλονιάτικος η καλλονιάτικη το καλλονιάτικο
      γενική του καλλονιάτικου της καλλονιάτικης του καλλονιάτικου
    αιτιατική τον καλλονιάτικο την καλλονιάτικη το καλλονιάτικο
     κλητική καλλονιάτικε καλλονιάτικη καλλονιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλλονιάτικοι οι καλλονιάτικες τα καλλονιάτικα
      γενική των καλλονιάτικων των καλλονιάτικων των καλλονιάτικων
    αιτιατική τους καλλονιάτικους τις καλλονιάτικες τα καλλονιάτικα
     κλητική καλλονιάτικοι καλλονιάτικες καλλονιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλλονιάτικος < Καλλονιάτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.loˈɲa.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐λο‐νιά‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλλονιάτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Καλλονή ή τους κατοίκους της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία