Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλλικρατικός η καλλικρατική το καλλικρατικό
      γενική του καλλικρατικού της καλλικρατικής του καλλικρατικού
    αιτιατική τον καλλικρατικό την καλλικρατική το καλλικρατικό
     κλητική καλλικρατικέ καλλικρατική καλλικρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλλικρατικοί οι καλλικρατικές τα καλλικρατικά
      γενική των καλλικρατικών των καλλικρατικών των καλλικρατικών
    αιτιατική τους καλλικρατικούς τις καλλικρατικές τα καλλικρατικά
     κλητική καλλικρατικοί καλλικρατικές καλλικρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλικρατικός < Καλλικράτ(ης) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.li.kɾa.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐λι‐κρα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

καλλικρατικός, -ή, -ό

  • σχετικός με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» στην Ελλάδα
    ※  Η Ομάδα Εθελοντών Δασοπυροσβεστών Διασωστών (ΟΕΔΔ) είναι από τις παλαιότερες και πλέον έμπειρες εθελοντικές ομάδες της χώρας. Ανταποκρίνεται σε τουλάχιστον 300-400 περιστατικά τον χρόνο στον καλλικρατικό Δήμο Κηφισιάς και τους όμορους δήμους, ενώ συμμετέχει σε 24ωρη βάση και καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου στην πολιτική προστασία της Αττικής. (Λίνα Γιάνναρου, Όταν ο εθελοντισμός συνάντησε τον ηρωισμό, εφημερίδα Καθημερινή, 19 Ιουνίου 2020)

  Μεταφράσεις επεξεργασία