καλαμποκέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαμποκέλαιο < καλαμπόκ(ι) + -έλαιο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lam.boˈce.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μπο‐κέ‐λαι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαμποκέλαιο ουδέτερο
καλαμποκέλαιο ουδέτερο