καλαμιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαμιώτικος < Καλαμιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.laˈmɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
καλαμιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαμιώτικος
|