↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλαθοποιός οι καλαθοποιοί
      γενική του καλαθοποιού των καλαθοποιών
    αιτιατική τον καλαθοποιό τους καλαθοποιούς
     κλητική καλαθοποιέ καλαθοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαθοποιός < ελληνιστική κοινή καλαθοποιός < αρχαία ελληνική κάλαθος + ποιέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.la.θo.pi.ˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λα‐θο‐ποι‐ός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλαθοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία