Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κακώνυμο τα κακώνυμα
      γενική του κακώνυμου
κακωνύμου
των κακώνυμων
κακωνύμων
    αιτιατική το κακώνυμο τα κακώνυμα
     κλητική κακώνυμο κακώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακώνυμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κακώνυμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακώνυμο ουδέτερο

  1. όνομα με αρνητική σημασία
  2. αρνητικό ψευδώνυμο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κακώνυμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία