↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοφωνία οι κακοφωνίες
      γενική της κακοφωνίας των κακοφωνιών
    αιτιατική την κακοφωνία τις κακοφωνίες
     κλητική κακοφωνία κακοφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοφωνία < (ελληνιστική κοινή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ko.foˈni.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακοφωνία θηλυκό

  1. η εντύπωση που προκαλεί ένας δυσάρεστος ήχος ή η δυσάρεστη συνήχηση
  2. η δυσάρεστη εντύπωση που προκαλείται από το άκουσμα ενός μουσικού φθόγγου με άσχημη χροιά ή από την έλλειψη συντονισμού και αρμονίας κατά την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού από σύνολο οργάνων ή χορωδία
  3. (μεταφορικά) η έλλειψη συνεννόησης και αρμονίας σε μια συλλογική προσπάθεια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία