Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακονυχτισμένος η κακονυχτισμένη το κακονυχτισμένο
      γενική του κακονυχτισμένου της κακονυχτισμένης του κακονυχτισμένου
    αιτιατική τον κακονυχτισμένο την κακονυχτισμένη το κακονυχτισμένο
     κλητική κακονυχτισμένε κακονυχτισμένη κακονυχτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακονυχτισμένοι οι κακονυχτισμένες τα κακονυχτισμένα
      γενική των κακονυχτισμένων των κακονυχτισμένων των κακονυχτισμένων
    αιτιατική τους κακονυχτισμένους τις κακονυχτισμένες τα κακονυχτισμένα
     κλητική κακονυχτισμένοι κακονυχτισμένες κακονυχτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακονυχτισμένος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος κακονυχτίζω.

  Μετοχή επεξεργασία

|}