Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακονυχτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακονυχτισμέν
ος
η
κακονυχτισμέν
η
το
κακονυχτισμέν
ο
γενική
του
κακονυχτισμέν
ου
της
κακονυχτισμέν
ης
του
κακονυχτισμέν
ου
αιτιατική
τον
κακονυχτισμέν
ο
την
κακονυχτισμέν
η
το
κακονυχτισμέν
ο
κλητική
κακονυχτισμέν
ε
κακονυχτισμέν
η
κακονυχτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακονυχτισμέν
οι
οι
κακονυχτισμέν
ες
τα
κακονυχτισμέν
α
γενική
των
κακονυχτισμέν
ων
των
κακονυχτισμέν
ων
των
κακονυχτισμέν
ων
αιτιατική
τους
κακονυχτισμέν
ους
τις
κακονυχτισμέν
ες
τα
κακονυχτισμέν
α
κλητική
κακονυχτισμέν
οι
κακονυχτισμέν
ες
κακονυχτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακονυχτισμένος
< από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος
κακονυχτίζω
.
Μετοχή
επεξεργασία
|}