κακαριστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακαριστός < κακαρίζω
Επίθετο επεξεργασία
κακαριστός, -ή, -ό
- (για γέλιο) που μοιάζει με κακάρισμα, που είναι δυνατό και κοφτό και συνήθως όχι πολύ ευχάριστο για τους άλλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακαριστός
|