Ετυμολογία

επεξεργασία
κακαρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακαρίζω,[1][2] ή απευθείας ηχομιμητική λέξη από το κα κα (κα) (φωνή κότας) + κατάληξη -ρίζω [3][4]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.kaˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κα‐ρί‐ζω

κακαρίζω, αόρ.: κακάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για κότες και πουλιά) βγάζω φωνή κότας
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) γελάω ή μιλάω φλυαρώντας με ψιλή φωνή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κακαρίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κακαρίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. κακαρίζω - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  4. κακαρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακαρίζω < ηχομιμητική λέξη από το κα κα (κα) (φωνή κότας) + κατάληξη -ρίζω

κακαρίζω

  1. (για κότες και άλλα πουλιά) κακαρίζω
  2. (μεταφορικά) φλυαρώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία