κακαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακαρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακαρίζω,[1][2] ή απευθείας ηχομιμητική λέξη από το κα κα (κα) (φωνή κότας) + κατάληξη -ρίζω [3][4]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.kaˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κα‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακακαρίζω, αόρ.: κακάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (για κότες και πουλιά) βγάζω φωνή κότας
- (μεταφορικά, σκωπτικό) γελάω ή μιλάω φλυαρώντας με ψιλή φωνή
Συγγενικά
επεξεργασία- κακάρισμα
- κακαριστά (επίρρημα)
- κακαριστός
- → και δείτε κα κα κα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακαρίζω | κακάριζα | θα κακαρίζω | να κακαρίζω | κακαρίζοντας | |
β' ενικ. | κακαρίζεις | κακάριζες | θα κακαρίζεις | να κακαρίζεις | κακάριζε | |
γ' ενικ. | κακαρίζει | κακάριζε | θα κακαρίζει | να κακαρίζει | ||
α' πληθ. | κακαρίζουμε | κακαρίζαμε | θα κακαρίζουμε | να κακαρίζουμε | ||
β' πληθ. | κακαρίζετε | κακαρίζατε | θα κακαρίζετε | να κακαρίζετε | κακαρίζετε | |
γ' πληθ. | κακαρίζουν(ε) | κακάριζαν κακαρίζαν(ε) |
θα κακαρίζουν(ε) | να κακαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακάρισα | θα κακαρίσω | να κακαρίσω | κακαρίσει | ||
β' ενικ. | κακάρισες | θα κακαρίσεις | να κακαρίσεις | κακάρισε | ||
γ' ενικ. | κακάρισε | θα κακαρίσει | να κακαρίσει | |||
α' πληθ. | κακαρίσαμε | θα κακαρίσουμε | να κακαρίσουμε | |||
β' πληθ. | κακαρίσατε | θα κακαρίσετε | να κακαρίσετε | κακαρίστε | ||
γ' πληθ. | κακάρισαν κακαρίσαν(ε) |
θα κακαρίσουν(ε) | να κακαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακαρίσει | είχα κακαρίσει | θα έχω κακαρίσει | να έχω κακαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακαρίσει | είχες κακαρίσει | θα έχεις κακαρίσει | να έχεις κακαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακαρίσει | είχε κακαρίσει | θα έχει κακαρίσει | να έχει κακαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακαρίσει | είχαμε κακαρίσει | θα έχουμε κακαρίσει | να έχουμε κακαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακαρίσει | είχατε κακαρίσει | θα έχετε κακαρίσει | να έχετε κακαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακαρίσει | είχαν κακαρίσει | θα έχουν κακαρίσει | να έχουν κακαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κακαρίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κακαρίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ κακαρίζω - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- ↑ κακαρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακαρίζω < ηχομιμητική λέξη από το κα κα (κα) (φωνή κότας) + κατάληξη -ρίζω
Ρήμα
επεξεργασίακακαρίζω
- (για κότες και άλλα πουλιά) κακαρίζω
- (μεταφορικά) φλυαρώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κακαρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].