Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Παροιμίες
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κακάρισμα
τα
κακαρίσμα
τ
α
γενική
του
κακαρίσμα
τ
ος
των
κακαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κακάρισμα
τα
κακαρίσμα
τ
α
κλητική
κακάρισμα
κακαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακάρισμα
< (
κακαρίζω
) κακαρισ- +
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κακάρισμα
ουδέτερο
(
φωνή ζώου
) η
φωνή
της
κότας
(
μεταφορικά
) τα δυνατά (
κακαριστά
)
γέλια
Παροιμίες
επεξεργασία
αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακάρισμα
αγγλικά
:
cluck
(en)
γαλλικά
:
gloussement
(fr)
,
caquet
(fr)