Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθρέφτισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καθρέφτισμα
τα
καθρεφτίσμα
τ
α
γενική
του
καθρεφτίσμα
τ
ος
των
καθρεφτισμά
τ
ων
αιτιατική
το
καθρέφτισμα
τα
καθρεφτίσμα
τ
α
κλητική
καθρέφτισμα
καθρεφτίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθρέφτισμα
<
καθρεφτίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθρέφτισμα
ουδέτερο
η
αντανάκλαση
η ενέργεια του
καθρεφτίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθρέφτισμα
αγγλικά
:
reflection
(en)
γαλλικά
:
réflexion
(fr)