καθαρογράφηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθαρογράφηση | οι | καθαρογραφήσεις |
γενική | της | καθαρογράφησης* | των | καθαρογραφήσεων |
αιτιατική | την | καθαρογράφηση | τις | καθαρογραφήσεις |
κλητική | καθαρογράφηση | καθαρογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθαρογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαρογράφηση < καθαρογράφω + -ση
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθαρογράφηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθαρογράφω / καθαρογραφώ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καθαρογράφω, καθαρός και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαρογράφηση