Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καζίκι τα καζίκια
      γενική του καζικιού των καζικιών
    αιτιατική το καζίκι τα καζίκια
     κλητική καζίκι καζίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kazık (απάτη, παλιότερη σημασία: παλούκωμα).[1] Δεν σχετίζεται με το κάζο (από τα ιταλικά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈzi.ci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καζίκι ουδέτερο

  1. μια πολύ δύσκολη κατάσταση (κατ' αναλογία προς το παλούκι)
    η δουλειά που μου έτυχε είναι πολύ καζίκι
    έπαθα/έφαγα ένα γερό καζίκι
  2. (ιστορικό, παρωχημένο) μακρύ και αιχμηρό αντικείμενο, πάσσαλος, παλούκι που χρησιμοποιόταν για τον ανασκολοπισμό (παλούκωμα) στη διάρκεια της τουρκοκρατίας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία