καζίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καζίκι | τα | καζίκια |
γενική | του | καζικιού | των | καζικιών |
αιτιατική | το | καζίκι | τα | καζίκια |
κλητική | καζίκι | καζίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καζίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kazık (απάτη, παλιότερη σημασία: παλούκωμα).[1] Δεν σχετίζεται με το κάζο (από τα ιταλικά)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καζίκι ουδέτερο
- μια πολύ δύσκολη κατάσταση (κατ' αναλογία προς το παλούκι)
- η δουλειά που μου έτυχε είναι πολύ καζίκι
- έπαθα/έφαγα ένα γερό καζίκι
- (ιστορικό, παρωχημένο) μακρύ και αιχμηρό αντικείμενο, πάσσαλος, παλούκι που χρησιμοποιόταν για τον ανασκολοπισμό (παλούκωμα) στη διάρκεια της τουρκοκρατίας
Συνώνυμα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καζίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας