Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καΐπωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καΐπωμα
τα
καϊπώμα
τ
α
γενική
του
καϊπώμα
τ
ος
των
καϊπωμά
τ
ων
αιτιατική
το
καΐπωμα
τα
καϊπώμα
τ
α
κλητική
καΐπωμα
καϊπώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καΐπωμα
<
καϊπώνω
+
-μα
<
τουρκική
kayıp
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καΐπωμα
ουδέτερο
(
ιδιωματικό
,
παρωχημένο
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
καϊπώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξαφάνιση
κρύψιμο
καταχώνιασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καΐπωμα
→
δείτε
τις λέξεις
εξαφάνιση
,
κρύψιμο
και
καταχώνιασμα