Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καϊπώνω < τουρκική kayıp (χαμένος) + -ώνω < αραβική غائب (gayıb) < οθωμανική τουρκική غائب (ḡāib, κρυμμένος, αόρατος) < غاب < ρίζα غ ي ب‎ (ḡ-y-b)

  Ρήμα επεξεργασία

καϊπώνω (παθητική φωνή: καϊπώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία