καϊπώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καϊπώνω < τουρκική kayıp (χαμένος) + -ώνω < αραβική غائب (gayıb) < οθωμανική τουρκική غائب (ḡāib, κρυμμένος, αόρατος) < غاب < ρίζα غ ي ب (ḡ-y-b)
Ρήμα επεξεργασία
καϊπώνω (παθητική φωνή: καϊπώνομαι)
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καϊπώνω | καΐπωνα | θα καϊπώνω | να καϊπώνω | καϊπώνοντας | |
β' ενικ. | καϊπώνεις | καΐπωνες | θα καϊπώνεις | να καϊπώνεις | καΐπωνε | |
γ' ενικ. | καϊπώνει | καΐπωνε | θα καϊπώνει | να καϊπώνει | ||
α' πληθ. | καϊπώνουμε | καϊπώναμε | θα καϊπώνουμε | να καϊπώνουμε | ||
β' πληθ. | καϊπώνετε | καϊπώνατε | θα καϊπώνετε | να καϊπώνετε | καϊπώνετε | |
γ' πληθ. | καϊπώνουν(ε) | καΐπωναν καϊπώναν(ε) |
θα καϊπώνουν(ε) | να καϊπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καΐπωσα | θα καϊπώσω | να καϊπώσω | καϊπώσει | ||
β' ενικ. | καΐπωσες | θα καϊπώσεις | να καϊπώσεις | καΐπωσε | ||
γ' ενικ. | καΐπωσε | θα καϊπώσει | να καϊπώσει | |||
α' πληθ. | καϊπώσαμε | θα καϊπώσουμε | να καϊπώσουμε | |||
β' πληθ. | καϊπώσατε | θα καϊπώσετε | να καϊπώσετε | καϊπώστε | ||
γ' πληθ. | καΐπωσαν καϊπώσαν(ε) |
θα καϊπώσουν(ε) | να καϊπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καϊπώσει | είχα καϊπώσει | θα έχω καϊπώσει | να έχω καϊπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καϊπώσει | είχες καϊπώσει | θα έχεις καϊπώσει | να έχεις καϊπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καϊπώσει | είχε καϊπώσει | θα έχει καϊπώσει | να έχει καϊπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καϊπώσει | είχαμε καϊπώσει | θα έχουμε καϊπώσει | να έχουμε καϊπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καϊπώσει | είχατε καϊπώσει | θα έχετε καϊπώσει | να έχετε καϊπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καϊπώσει | είχαν καϊπώσει | θα έχουν καϊπώσει | να έχουν καϊπώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
καϊπώνω
|