Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κάσσυμᾰ τὰ κασσύμᾰτ
      γενική τοῦ κασσύμᾰτος τῶν κασσυμᾰ́των
      δοτική τῷ κασσύμᾰτ τοῖς κασσύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κάσσυμᾰ τὰ κασσύμᾰτ
     κλητική ! κάσσυμᾰ κασσύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κασσύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κασσυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάσσυμα < κασσύω (συρράπτω), κασσυ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάσσυμα ουδέτερο

  1. κάτι που σέρνεται, όπως η σόλα παπουτσιού
  2. (υπόδηση) είδος υποδήματος
  3. (ελληνιστική σημασία, μεταφορικά, για μουσική) μουσικό μπάλωμα χαρακτηρισμός κακής μουσικής με παραλλαγές
    → δείτε παράθεμα στο κάττυμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία