κάκητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάκητα | οι | κάκητες |
γενική | της | κάκητας | — | |
αιτιατική | την | κάκητα | τις | κάκητες |
κλητική | κάκητα | κάκητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάκητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάκητα. Αναλύετασε σε κακ(ός) + -ητα[1] ή κακ(ία) + -ητα[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.ci.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐κη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάκητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κάκητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κάκητα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάκητα θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- κάκητα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].