Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιχθυέμπορος οι ιχθυέμποροι
      γενική του/της
του
ιχθυεμπόρου
ιχθυέμπορου
των ιχθυεμπόρων
ιχθυέμπορων
    αιτιατική τον/την ιχθυέμπορο τους/τις
τους
ιχθυεμπόρους
ιχθυέμπορους
     κλητική ιχθυέμπορε ιχθυέμποροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχθυέμπορος < ιχθυ- + έμπορος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιχθυέμπορος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία