↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ψαρέμπορος οι ψαρέμποροι
      γενική του/της
του
ψαρεμπόρου
ψαρέμπορου
των ψαρεμπόρων
ψαρέμπορων
    αιτιατική τον/την ψαρέμπορο τους/τις
τους
ψαρεμπόρους
ψαρέμπορους
     κλητική ψαρέμπορε ψαρέμποροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρέμπορος < ψάρ(ια) + έμπορος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαρέμπορος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία