ιστιραχάτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιστιραχάτι | τα | ιστιραχάτια |
γενική | του | ιστιραχατιού | των | ιστιραχατιών |
αιτιατική | το | ιστιραχάτι | τα | ιστιραχάτια |
κλητική | ιστιραχάτι | ιστιραχάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιστιραχάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική istirahat (ανάπαυση)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιστιραχάτι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014