ισπάτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ισπάτι | τα | ισπάτια |
γενική | του | ισπατιού | των | ισπατιών |
αιτιατική | το | ισπάτι | τα | ισπάτια |
κλητική | ισπάτι | ισπάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισπάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ispat (απόδειξη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισπάτι ουδέτερο
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισπάτι
|
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014