Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοταχής η ισοταχής το ισοταχές
      γενική του ισοταχούς* της ισοταχούς του ισοταχούς
    αιτιατική τον ισοταχή την ισοταχή το ισοταχές
     κλητική ισοταχή(ς) ισοταχής ισοταχές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοταχείς οι ισοταχείς τα ισοταχή
      γενική των ισοταχών των ισοταχών των ισοταχών
    αιτιατική τους ισοταχείς τις ισοταχείς τα ισοταχή
     κλητική ισοταχείς ισοταχείς ισοταχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοταχής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσοταχής < ἰσο- ισο- + τάχος

  Επίθετο επεξεργασία

ισοταχής, -ής, -ές

  1. που έχει την ίδια ταχύτητα με κάποιον άλλον
  2. που διατηρεί σταθερή την ταχύτητα του
    ισοταχής κίνηση

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία