Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισλανδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισλανδικ
ός
η
ισλανδικ
ή
το
ισλανδικ
ό
γενική
του
ισλανδικ
ού
της
ισλανδικ
ής
του
ισλανδικ
ού
αιτιατική
τον
ισλανδικ
ό
την
ισλανδικ
ή
το
ισλανδικ
ό
κλητική
ισλανδικ
έ
ισλανδικ
ή
ισλανδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισλανδικ
οί
οι
ισλανδικ
ές
τα
ισλανδικ
ά
γενική
των
ισλανδικ
ών
των
ισλανδικ
ών
των
ισλανδικ
ών
αιτιατική
τους
ισλανδικ
ούς
τις
ισλανδικ
ές
τα
ισλανδικ
ά
κλητική
ισλανδικ
οί
ισλανδικ
ές
ισλανδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισλανδικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ισλανδικός
που αναφέρεται στην
Ισλανδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισλανδικός
γαλλικά
:
islandais
(fr)