• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ισλανδικός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισλανδικός η ισλανδική το ισλανδικό
      γενική του ισλανδικού της ισλανδικής του ισλανδικού
    αιτιατική τον ισλανδικό την ισλανδική το ισλανδικό
     κλητική ισλανδικέ ισλανδική ισλανδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισλανδικοί οι ισλανδικές τα ισλανδικά
      γενική των ισλανδικών των ισλανδικών των ισλανδικών
    αιτιατική τους ισλανδικούς τις ισλανδικές τα ισλανδικά
     κλητική ισλανδικοί ισλανδικές ισλανδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ισλανδικός < → λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

επεξεργασία

ισλανδικός

  • που αναφέρεται στην Ισλανδία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ισλανδικός
  • γαλλικά : islandais (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ισλανδικός&oldid=5478689"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 16:41

Γλώσσες

    • English
    • Suomi
    • Malagasy
    • Occitan
    • Polski
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 16:41.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας