Δείτε επίσης: ισάδα, ισκιάδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισιάδα οι ισιάδες
      γενική της ισιάδας των ισιάδων
    αιτιατική την ισιάδα τις ισιάδες
     κλητική ισιάδα ισιάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισιάδα < ίσι(ος) + -άδα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈsça.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σιά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισιάδα θηλυκό

  1. το να είσαι ίσιος, ευθύγραμμος
  2. (μεταφορικά) η τιμιότητα[2]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ίσος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ισιάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)