Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίσιωμα τα ισιώματα
      γενική του ισιώματος των ισιωμάτων
    αιτιατική το ίσιωμα τα ισιώματα
     κλητική ίσιωμα ισιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίσιωμα < ισιώ(νω) + -μα < αρχαία ελληνική ἰσῶ [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.sço.ma/ συγκρίνετε με το ίσωμα
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐σιω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίσιωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία