Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιουστινιάνειος η ιουστινιάνεια το ιουστινιάνειο
      γενική του ιουστινιάνειου της ιουστινιάνειας του ιουστινιάνειου
    αιτιατική τον ιουστινιάνειο την ιουστινιάνεια το ιουστινιάνειο
     κλητική ιουστινιάνειε ιουστινιάνεια ιουστινιάνειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιουστινιάνειοι οι ιουστινιάνειες τα ιουστινιάνεια
      γενική των ιουστινιάνειων των ιουστινιάνειων των ιουστινιάνειων
    αιτιατική τους ιουστινιάνειους τις ιουστινιάνειες τα ιουστινιάνεια
     κλητική ιουστινιάνειοι ιουστινιάνειες ιουστινιάνεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιουστινιάνειος < Ιουστινιανός

  Επίθετο επεξεργασία

ιουστινιάνειος, -α, -ο

  • που αναφέρεται ή ανήκει στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό
επιτροπή νομομαθών συνέταξε τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, που αποτελούσε την κωδικοποίηση όλης της μέχρι τότε ρωμαϊκής νομοθεσίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία