Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιολογικ
ός
η
ιολογικ
ή
το
ιολογικ
ό
γενική
του
ιολογικ
ού
της
ιολογικ
ής
του
ιολογικ
ού
αιτιατική
τον
ιολογικ
ό
την
ιολογικ
ή
το
ιολογικ
ό
κλητική
ιολογικ
έ
ιολογικ
ή
ιολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιολογικ
οί
οι
ιολογικ
ές
τα
ιολογικ
ά
γενική
των
ιολογικ
ών
των
ιολογικ
ών
των
ιολογικ
ών
αιτιατική
τους
ιολογικ
ούς
τις
ιολογικ
ές
τα
ιολογικ
ά
κλητική
ιολογικ
οί
ιολογικ
ές
ιολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιολογικός
<
ιολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ιολογικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) σχετικός με την
ιολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιολογικός