↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιολογικός η ιολογική το ιολογικό
      γενική του ιολογικού της ιολογικής του ιολογικού
    αιτιατική τον ιολογικό την ιολογική το ιολογικό
     κλητική ιολογικέ ιολογική ιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιολογικοί οι ιολογικές τα ιολογικά
      γενική των ιολογικών των ιολογικών των ιολογικών
    αιτιατική τους ιολογικούς τις ιολογικές τα ιολογικά
     κλητική ιολογικοί ιολογικές ιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιολογικός < ιολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ιολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία