↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιζηματογόνος η ιζηματογόνος
ιζηματογόνα
το ιζηματογόνο
      γενική του ιζηματογόνου της ιζηματογόνου
ιζηματογόνας
του ιζηματογόνου
    αιτιατική τον ιζηματογόνο την ιζηματογόνο
ιζηματογόνα
το ιζηματογόνο
     κλητική ιζηματογόνε ιζηματογόνε
ιζηματογόνα
ιζηματογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιζηματογόνοι οι ιζηματογόνοι
ιζηματογόνες
τα ιζηματογόνα
      γενική των ιζηματογόνων των ιζηματογόνων των ιζηματογόνων
    αιτιατική τους ιζηματογόνους τις ιζηματογόνους
ιζηματογόνες
τα ιζηματογόνα
     κλητική ιζηματογόνοι ιζηματογόνοι
ιζηματογόνες
ιζηματογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιζηματογόνος < ιζηματ(ος) + -ο- + -γόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ιζηματογόνος, -ος/α, -ο

  • που προκαλεί δημιουργία ιζήματος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία