↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
ιζηματογόνος
|
η
|
ιζηματογόνος & ιζηματογόνα
|
το
|
ιζηματογόνο
|
γενική
|
του
|
ιζηματογόνου
|
της
|
ιζηματογόνου & ιζηματογόνας
|
του
|
ιζηματογόνου
|
αιτιατική
|
τον
|
ιζηματογόνο
|
την
|
ιζηματογόνο & ιζηματογόνα
|
το
|
ιζηματογόνο
|
κλητική
|
|
ιζηματογόνε
|
|
ιζηματογόνε & ιζηματογόνα
|
|
ιζηματογόνο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
ιζηματογόνοι
|
οι
|
ιζηματογόνοι & ιζηματογόνες
|
τα
|
ιζηματογόνα
|
γενική
|
των
|
ιζηματογόνων
|
των
|
ιζηματογόνων
|
των
|
ιζηματογόνων
|
αιτιατική
|
τους
|
ιζηματογόνους
|
τις
|
ιζηματογόνους & ιζηματογόνες
|
τα
|
ιζηματογόνα
|
κλητική
|
|
ιζηματογόνοι
|
|
ιζηματογόνοι & ιζηματογόνες
|
|
ιζηματογόνα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|