↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιεχωβιτικός η ιεχωβιτική το ιεχωβιτικό
      γενική του ιεχωβιτικού της ιεχωβιτικής του ιεχωβιτικού
    αιτιατική τον ιεχωβιτικό την ιεχωβιτική το ιεχωβιτικό
     κλητική ιεχωβιτικέ ιεχωβιτική ιεχωβιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιεχωβιτικοί οι ιεχωβιτικές τα ιεχωβιτικά
      γενική των ιεχωβιτικών των ιεχωβιτικών των ιεχωβιτικών
    αιτιατική τους ιεχωβιτικούς τις ιεχωβιτικές τα ιεχωβιτικά
     κλητική ιεχωβιτικοί ιεχωβιτικές ιεχωβιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιεχωβιτικός < Ιεχωβι[σ]τ- + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ιεχωβιτικός

  • ο σχετιζόμενος με τον Ιεχωβά Θεό, ειδικότερα σε σχέση με τη λατρεία Του ή τη χρήση του κύριου ονόματος καθαυτού

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Ιεχωβά
  • Ιεχωβιστής
  • Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Εκδ. 2002-2004, Τόμ. 23ος, σσ. 527, 528.
  • Εγκυκλοπαίδεια Επιστήμη & Ζωή, Τόμ. 15ος, σ. 349.
  • Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Κ. Εμμανουήλ-Δ. Κιτσιά, Αθήνα, 1968, Τόμ. 10ος, "Ελοχίμ".
  • Μέγα Αγγλο-Ελληνικόν Λεξικόν, Εκδόσεις Οδυσσεύς, Αθήναι, Τόμ. 4ος.
  • Βασίλειος Αντωνιάδης, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Ιερά Θεολογική Σχολή Χάλκης, 1914, σ. 52.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία